μπαλάντζα κ. παλάντζα, η, ουσ. [<βενετ. balanza <ελλ. φάλαγξ], φορητή ζυγαριά. (Λαϊκό τραγούδι: έμπα μέσα διάλεξέ τα και παλάντζα ζύγισέ τα)· βλ. και λ. μπαλάντζας·
- (τα) φέρνω σε μπαλάντζα, βλ. συνηθέστ. φρ. (τα) φέρνω σε μπαλάντσο, λ. μπαλάντσο.